καλλίστη

καλλίστη
(Calliste). Γένος πτηνών της οικογένειας των ταναγριδών. Περιλαμβάνει πουλιά με ανεπτυγμένο σώμα, μεγάλο κεφάλι και πλατύ και ισχυρό ράμφος. Ζουν κατά ομάδες στα δάση και τρέφονται με κάθε λογής σπόρους. Το γένος αυτό αριθμεί αρκετά είδη, ιθαγενή του Μεξικού, της Βραζιλίας και της Παραγουάης. Το σπουδαιότερο από αυτά είναι η κ. η τρίχρωμη, η οποία σε αντίθεση με την ονομασία της έχει όχι τρία αλλά τέσσερα χρώματα, μπλε στο κεφάλι, πράσινο στον λαιμό και στην κοιλιά, μαύρο στο μέτωπο και στα πλευρά και κιτρινωπό στις φτερούγες.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • Καλλίστη — fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Καλλίστῃ — Καλλίστη fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Καλλίστη — Kallisté Cette page d’homonymie répertorie les différents sujets et articles partageant un même nom. Kallisté, en grec ancien Καλλίστη / Kallístê, en français « la très belle », peut désigner : Kallisté, une île antique… …   Wikipédia en Français

  • Καλλίστη — I Αρχαία ονομασία του νησιού Σαντορίνη (βλ. λ.). II Πεδινός οικισμός (υψόμ. 20 μ., 179 κάτ.) στην πρώην επαρχία Κομοτηνής του νομού Ροδόπης. Βρίσκεται στο δυτικό τμήμα του νομού, 18 χλμ. ΝΔ της πόλης της Κομοτηνής. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο… …   Dictionary of Greek

  • καλλίστη — καλός beautiful fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλλίστῃ — καλός beautiful fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Νέα Καλλίστη — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 15 μ.) στην πρώην επαρχία Κομοτηνής του νομού Ροδόπης. Βρίσκεται στα Α της λίμνης Βιστονίδας πάνω στο δρόμο Κομοτηνής Ξάνθης …   Dictionary of Greek

  • Καλλίστηι — Καλλίστῃ , Καλλίστη fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Καλλίσταις — Καλλίστη fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλλίστηι — καλλίστῃ , καλός beautiful fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”